- σηματωρός
- ο, Νναυτ.υπαξιωματικός ή ναύτης που έχει ως έργο την εκπομπή και λήψη οπτικών σημάτων με φανό ή σημαίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -ωρός / -ουρός, πρβλ. σκευ-ωρός (βλ. λ. ὁρῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηματωρός — ο υπαξιωματικός ή απλός ναύτης υπεύθυνος για τα σήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)